Αν ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Μερτς είναι, όπως γενικώς αναφέρεται, ο νικητής (και όχι απλώς ο ηγέτης του πρώτου κόμματος) των εκλογών της Κυριακής στη Γερμανία, τότε η Βάιντελ, η ηγέτις της Ακροδεξιάς, είναι η μεγάλη νικήτρια, κάτι που όσο κι αν αποσιωπάται δεν παύει να αποτελεί την τραγική πραγματικότητα. Και αυτό για τρεις λόγους:
Πρώτον, επειδή η πρωτιά, που παρουσιάζεται ως «νίκη» του Μερτς, ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια ούτως ή άλλως δεδομένη και μη αμφισβητήσιμη: ουδείς ποτέ είπε ότι θα έρθει… δεύτερος. Αντίθετα, το ποσοστό του ήταν χαμηλότερο των βασικών προσδοκιών της παράταξής του αλλά και εκείνου που γενικά αναμενόταν ότι θα επιτύχει: όταν ξεκινούσε αυτή η προεκλογική περίοδος, η εκτίμηση ήταν ότι σήμερα ο Μερτς θα ήταν πολύ ισχυρότερος και τα χέρια του πολύ λιγότερο «δεμένα» απ’ ό,τι τώρα, σε μια διαδικασία που τουλάχιστον φαίνεται ότι θα καταλήξει ευτυχώς κάπου: δηλαδή αυτό που αποκαλείται νίκη δεν είναι τίποτε άλλο από την αποφυγή, ευτυχώς, έστω και για λίγο, του χειρότερου δυνατού σεναρίου.
Δεύτερον, αυτό που πέτυχε η Ακροδεξιά, στον χρόνο που το πέτυχε και με τη δημογραφική και τη γεωγραφική κατανομή που έχει πλέον εγκατασταθεί οριστικά στη γερμανική πολιτική σκηνή, είναι κάτι που αν είχαμε ακόμα τα μυαλά μας στη θέση τους θα έπρεπε αφενός να το αντιμετωπίζουμε ως εξωπραγματικό και αφετέρου ως νομοτελειακά σχεδόν ακαταμάχητο. Και αυτό επειδή τα αίτια τα οποία οδήγησαν ως εδώ κάθε άλλο παρά τείνουν να θεραπευτούν και επειδή τώρα πλέον η νέα ισορροπία που διαμορφώνεται προσφέρει στη γερμανική Ακροδεξιά εντελώς νέες δυνατότητες που δεν διέθετε μέχρι χθες για να χτυπήσει την όποια επόμενη κυβέρνηση πολύ σκληρά και αποτελεσματικά και να διευρύνει στο εξής μέρα με τη μέρα την ήδη τεράστια επιρροή της.
Τρίτον, επειδή σε αυτή τη διαδικασία θα βρει έναν πολύτιμο σύμμαχο που θα γίνει τέτοιος επειδή ακριβώς θα είναι από την πρώτη ώρα στριμωγμένος στη γωνία όχι μόνον της πρωτοφανούς πολιτικής αλλά και της ευρείας λαϊκής ακροδεξιάς πίεσης: την ίδια την κυβέρνηση. Είναι βέβαιο ότι ο Μερτς, σταδιακά έστω, θα καταφύγει στη γνωστή συνταγή ήττας που ακολουθείται κάθε φορά σε αντίστοιχες συνθήκες και που δεν είναι άλλη από το να επιχειρήσει να «πάρει» την ατζέντα τού αντιπάλου του. Να αντιγράψει, κατά το δυνατό, την πολιτική του. Αλλωστε, για τον Μερτς προσωπικά και με τις θέσεις που έχει, σε πολλά αυτό δεν είναι και μεγάλο πρόβλημα έτσι κι αλλιώς. Ομως αυτή είναι η απόλυτη συνταγή θανάτου και το μόνο που πετυχαίνει είναι να πείθει ακόμα περισσότερους ότι οι θέσεις αυτές είναι ορθές και ότι αφού είναι έτσι, γιατί να μην εμπιστευτεί κανείς τελικά εκείνους που τις πιστεύουν πραγματικά αντί για όσους τις χρησιμοποιούν ως σανίδα σωτηρίας; Και ποιοι; Μία ακόμα από τις κυβερνήσεις που στα χρόνια τους η Ακροδεξιά γιγαντώθηκε.
Την Κυριακή, η Ακροδεξιά δεν έγινε απαραίτητη για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία – και αυτό είναι μια μεγάλη ανάσα, μια ανακούφιση. Ομως, έγινε πανίσχυρη αντιπολίτευση για πρώτη φορά από τα προπολεμικά χρόνια, κάτι που θα της επιτρέψει πλέον να έρθει σε συνολική αντιπαράθεση «ένας προς έναν» με το πολιτικό σύστημα και να ζητήσει την αντικατάστασή του στις επόμενες εκλογές. Και αυτό όταν, παράλληλα, η ακροδεξιά ατζέντα είναι ήδη κυρίαρχη και θα γίνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο, η προσαρμογή σε αυτήν είναι μονόδρομος (το έκανε άλλωστε ήδη η νυν κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, δεν θα το κάνει η επόμενη;) και, ασφαλώς, η πορεία των πραγμάτων σε όλα τα επίπεδα, είναι κυριολεκτικά «βούτυρο στο ψωμί» της.
Ποιος είναι λοιπόν ο νικητής;